ανέγνοιαστος

ανέγνοιαστος
και ανέννοιαστος, -η, -ο (Μ και ἀνέννοιαστος, -η, -ον)
1. ξέγνοιαστος, αμέριμνος
2. αμελημένος, αφημένος στην τύχη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανέννοιαστος < αν- στερ. + εννοιάζομαι. Ο τ. ανέγνοιαστος με επίδρ. του τ. έγνοια του ουσ. έννοια-έγνοια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανέγνοιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει έγνοιες, φροντίδες, ξέγνοιαστος: Σκεφτόταν πως στο χωριό του ζούσε πιο ανέγνοιαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέννοιαστος — ἀνέννοιαστος, ον (Μ) βλ. ανέγνοιαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”